Ο Τεόφιλο Στίβενσον ήταν ένας πυγμάχος που σε καθήλωνε. Στους
Ολυμπαικούς Αγώνες του Μόντρεαλ κατατρόπωσε τους αντιπάλους τους.
Ο Σενεγαλέζος,
Μαμαντού Ντραμέ, ο Φινλανδός, Πέκα Ρούοκολα και ο Αμερικανός, Τζον Τέιτ δεν
«έβγαλαν» όλον τον αγώνα όρθιοι. Ο περίφημος Κουβανός τους νίκησε με νοκ άουτ.
Τον πρώτο στον B΄ γύρο και τους άλλους στον A΄. Συνολικά οι τρεις τους άντεξαν
μόλις 7 λεπτά και 22''. Απέναντί του στον τελικό βρέθηκε ο Ρουμάνος, Μίρτσα
Σιμόν. Ο δυστυχής δεν ένιωσε και πολύ το σφυροκόπημα του Στίβενσον, γιατί
προσπαθούσε να τον αποφύγει όσο γινόταν. Γι' αυτό άντεξε δύο γύρους (κάθε γύρος
διαρκούσε τρία λεπτά), αποδεικνύοντας, ότι δίκαια είχε φτάσει στον τελικό. Ηταν
ο καλύτερος πυγμάχος του κόσμου στην κατηγορία του στη διοργάνωση. Γιατί ο
Στίβενσον δεν ήταν του κόσμου τούτου...
Οταν άρχισε ο τρίτος γύρος, ήταν φανερό πού οδηγούνταν τα
πράγματα. Πάραυτα, λοιπόν, η «γωνία» του Σιμόν, δηλαδή ο προπονητής του,
έσπευσε να ρίξει την πετσέτα στο ρινγκ, σημάδι ότι ο αθλητής του εγκαταλείπει.
Ο Στίβενσον, όπως ο περίφημος Αμερικανός, Μοχάμετ Αλι
(Κάσιους Κλέι), συνδύαζε τη δύναμη του πυγμάχου της κατηγορίας των βαρέων βαρών
με την ταχύτητα και την κινητικότητα αυτού των ελαφρών. Αντίθετα, όμως, προς
τον Αλι και άλλους επαγγελματίες πυγμάχους, δεν υπέστη σημαντικές βλάβες.
«Δεν έχει αλλάξει από τον γίγαντα, που τρομοκρατούσε τους
αντιπάλους του μόνο με την όψη του», έγραψε γι' αυτόν το 2009, η βρετανική
εφημερίδα «Ομπσέρβερ».
Ο πατέρας του ήταν σωματώδης και προπονητές τον προέτρεψαν
ν' ασχοληθεί με την πυγμαχία. Επαιξε μόνο σε επτά αγώνες, διότι γρήγορα
προσγειώθηκε στη σκληρή πραγματικότητα από το διεφθαρμένο σύστημα πληρωμής των
νεαρών πυγμάχων.
Ο μικρός Τεόφιλο ήταν νωθρό, αλλά λαμπρό παιδί. Στα 9 του
τον βρίσκουμε να κάνει «σπάρινγκ» (αντίπαλος στην προπόνηση) στο αυτοσχέδιο
ανοικτό γυμναστήριο, στο οποίο σύχναζε ο πατέρας του. Υπό την επίβλεψη του
παλαιού πρωταθλητή της Κούβας στα βαρέα, Τζον Ερέρα, ο μικρός άρχισε την
πυγμαχική του σταδιοδρομία αντιμετωπίζοντας έμπειρους αντιπάλους. Σύμφωνα με
τον Ερέρα, όμως, «το είχε μέσα του». Παρότι είχε εμπλακεί για τα καλά στο
άθλημα, δεν το είχε πει στη μητέρα του, Ντολόρες. Οταν ο πατέρας τής το
αποκάλυψε, εκείνη έγινε έξαλλη, όμως, τελικά δέχθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή
της, υπό την προϋπόθεση, ότι θα τον συνόδευε ο πατέρας.
Η πρόοδος του μικρού ήταν συνεχής και στα μέσα της δεκαετίας
του '60, στα 13 του, κέρδισε έναν εθνικό τίτλο στην κατηγορία της ηλικίας του
και μια πρόσκληση στην πρωτεύουσα, την Αβάνα, για να προπονηθεί. Οι νίκες του
είχαν τραβήξει την προσοχή του Σοβιετικού, Αντρέι Τσερβανιένκο, ενός από τους
επικεφαλής προπονητές της Κούβας.
Καθοριστικός ο ρόλος των προπονητών από την ΕΣΣΔ
Σημαντικό ρόλο στην πρόοδο του Στίβενσον και στην
εντυπωσιακή άνοδο της πυγμαχίας της Κούβας, που είχε αρχίσει να εφαρμόζει ένα
νέο αθλητικό σύστημα, έπαιξαν προπονητές από την ΕΣΣΔ.
Ο Αντρέι Τσερβανιένκο, πρώην πυγμάχος από τη Μόσχα, ίδρυσε
την κουβανική Σχολή Πυγμαχίας σ' ένα ερειπωμένο γυμναστήριο στην Αβάνα.
Η σταδιοδρομία του Στίβενσον στην κατηγορία των ανδρών
άρχισε στα 17 του με ήττα στο εθνικό πρωτάθλημα από τον έμπειρο, Γκαμπριέλ
Γκαρσία. Οι νίκες του, όμως, επί των Νάνσιο Καρίγιο και Χουάν Πέρες, δύο από
τους καλύτερους Κουβανούς των βαρέων, τού εξασφάλισαν θέση στην εθνική ομάδα
για το πρωτάθλημα Κεντρικής Αμερικής. Η ήττα στον τελικό, έπειτα από τρεις
νίκες, δεν θεωρήθηκε κάτι αρνητικό και ο Στίβενσον καθιερώθηκε ως ο καλύτερος
πυγμάχος της Κούβας στην κατηγορία. Ο Τσερβανιένκο και ο κορυφαίος Κουβανός
προπονητής, Αλσίδες Σαγκάρα «δούλεψαν» τα κτυπήματά του και αυτό απέδωσε
καρπούς λίγο αργότερα, στο Ανατολικό Βερολίνο (Γερμανία, τότε Λ.Δ. Γερμανίας).
Μπροστά στο έκπληκτο κοινό, ο Στίβενσον νίκησε τον Μπερντ Αντερν. Αυτή η νίκη
έκανε όλο τον κόσμο της πυγμαχίας να θεωρεί, πλέον, τον Τεόφιλο, ως σοβαρό «μνηστήρα»
του τίτλου των βαρέων.
Η επιβεβαίωση ήλθε το 1972 στο Μόναχο (Γερμανία, τότε Δυτική
Γερμανία). Στον πρώτο αγώνα νικά τον Πολωνό, Λούντβικ Ντέντερις με τεχνικό νοκ
άουτ (διακοπή) σε 30''. Στην επόμενη φάση του Ολυμπιακού τουρνουά αντιμετωπίζει
τον Αμερικανό, Ντουέιν Μπάμπικ, ο οποίος το 1971 τον είχε νικήσει και εθεωρείτο
φαβορί για να συνεχίσει την κυριαρχία των ΗΠΑ στην κατηγορία. Αυτή τη φορά,
όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά κι έτσι θα έμεναν για πολλά χρόνια. Μετά
έναν ισορροπημένο γύρο, στον δεύτερο νικά ο Μπάμπικ, αλλά στον τρίτο ο
Στίβενσον, σαν θεριό ανήμερο, ξαπλώνει τον Αμερικανό τρεις φορές στο ρινγκ και
ο αγώνας διακόπτεται. Η αναμέτρηση είχε μεταδοθεί τηλεοπτικά στην Κούβα και
ακόμη θεωρείται ως η πλέον αξέχαστη εμφάνιση του Στίβενσον. Ακολουθεί η νίκη
(διακοπή στον Β΄ γύρο) επί του Δυτικογερμανού, Πέτερ Χούσινγκ. Στον τελικό δεν
θα ιδρώσει, διότι ο Ρουμάνος, Ιον Αλέξε δεν αγωνίσθηκε λόγω τραυματισμού.
Ο Στίβενσον πήγε στο Μόντρεαλ ευρισκόμενος ίσως στην
κορύφωσή του. Ήταν ένας μαχητής, ο οποίος χρησιμοποιούσε το ύψος του και
κυριαρχούσε χρησιμοποιώντας εναλλάξ αριστερά χτυπήματα, που τράνταζαν τον
αντίπαλο, με θυελλώδη δεξιά. Το τι συνέβη, το έχουμε ήδη περιγράψει.
Τέσσερα χρόνια μετά, στη Μόσχα (Ρωσία, τότε ΕΣΣΔ), έγινε το
μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, με αφορμή
την εισβολή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν. Αυτή η απόφαση ίσως στέρησε από τον
Κουβανό τη δυνατότητα να κατακτήσει τέσσερα χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια. Οχι,
φυσικά, επειδή η Κούβα δεν πήγε στη Μόσχα, αλλά διότι το 1984 ήταν η σειρά των
Σοβιετικών και των συμμάχων τους να μποϊκοτάρουν τους Ολυμπιακούς του Λος
Αντζελες (ΗΠΑ).
Στη Μόσχα ο Στίβενσον αποκλείει με νοκ άουτ τον Νιγηριανό,
Σόλομον Ατάγκα στον 1ο γύρο και τον Πολωνό, Γκζέγκοζ Σκζετς στον 3ο. Στον
ημιτελικό νικά στα σημεία, με ομόφωνη απόφαση, τον Ούγγρο, Ιστβαν Λέβαϊ. Στον
τελικό, ο Σοβιετικός, Πιοτρ Ζάεβ, στάθηκε πολύ καλά, αλλά ο Στίβενσον εστέφθη
ξανά Ολυμπιονίκης, νικώντας στα σημεία.
Το 1982 έχασε στον εναρκτήριο αγώνα του στο παγκόσμιο
πρωτάθλημα από τον σπουδαίο Ιταλό, Φραντσέσκο Νταμιάνι. Η ήττα αυτή τού διέκοψε
την ενδεκαετή αήττητη πορεία σε μεγάλες διοργανώσεις (Ολυμπιακοί αγώνες,
παγκόσμια πρωταθλήματα, Παναμερικανικοί). Είχαν μεσολαβήσει δύο ήττες από τον
Σοβιετικό, Ιγκορ Βισότσκι σε σπουδαία τουρνουά, το 1973 και το 1976. Το 1984
ετοιμάστηκε για το Λος Αντζελες, αλλά, όπως προαναφέραμε, δεν είχε την ευκαιρία
ν' αγωνισθεί. Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους είχε νικήσει τον μετέπειτα «χρυσό»
Ολυμπιονίκη, Αμερικανό, Τάιρελ Μπιγκς.
Πάνω από όλα η αγάπη του λαού
«Τι είναι ένα εκατομμύριο δολάρια, συγκρινόμενα με την αγάπη
οκτώ εκατομμυρίων Κουβανών;» απάντησε όταν του πρότειναν να γίνει
επαγγελματίας. Στην πραγματικότητα, Αμερικανοί «ατζέντηδες» δεν του πρόσφεραν
ένα, αλλά πέντε εκατομμύρια, αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ το 1976,
για να πυγμαχήσει με τον περίφημο, Μοχάμεντ Αλι με τρόπαιο τον τίτλο της
κατηγορίας των βαρέων του επαγγελματικού μποξ.
«Δεν θ' άλλαζα την Κούβα με όλα τα χρήματα που θα μπορούσαν
να μου δώσουν», είχε πει.
Κάποτε έδωσε κι άλλη εξήγηση για εκείνη την άρνηση: «Η
επαγγελματική πυγμαχία μεταχειρίζεται τον πυγμάχο σαν εμπόρευμα για να πυγμαχεί
και να πουλάει και τον πετάει όταν πια δεν είναι χρήσιμος».
Το 1974, το αμερικανικό περιοδικό «Σπορτς Ιλιουστρέιτεντ»,
είχε προβλέψει: «Σε δύο, το πολύ τρία, χρόνια θα μπορούσε να είναι παγκόσμιος
πρωταθλητής των βαρέων στην επαγγελματική πυγμαχία. Αλλά είναι βέβαιο πως δεν
θα είναι».
Κάθε άρνησή του να υποκύψει στα «χρυσά κελεύσματα» των
καπιταλιστών, του έφερνε ανταμοιβή από τους σοσιαλιστές. Ήταν ένας ήρωας για
τον λαό της Κούβας, ακόμη και για τον πρόεδρο, Φιντέλ Κάστρο. Η κυβέρνηση του
πρόσφερε δύο οροφοδιαμερίσματα στην Αβάνα, μία βίλα πέντε δωματίων στο θέρετρο
Ντελίσιας και δύο αυτοκίνητα.
Ρωτήθηκε κάποτε, γιατί πολλοί Κουβανοί παίκτες μπέιζμπολ
φεύγουν από την Κούβα, αλλά όχι τόσοι πυγμάχοι. «Διότι δεν χρειάζεται να
πυγμαχούν μόνο για να κερδίζουν χρήματα. Στην Κούβα όλοι πηγαίνουν σχολείο. Το σχολείο
είναι φως. Οταν πηγαίνεις σχολείο μπορείς να δεις», απάντησε.
Διάφορα από τη ζωή του και οι διακρίσεις του
Γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1952, απεβίωσε στις 12 Ιουνίου του
2012, στην Αβάνα, από καρδιακή προσβολή. Αφησε πίσω του δύο παιδιά.
Τ' αθλητικά επιτεύγματά του ήταν:
«Χρυσός» Ολυμπιονίκης το 1972, 1976, 1980.
Πρωταθλητής κόσμου το 1974, 1978 και 1986. Ηττήθη μόνο
το 1982, όπως, ήδη, αναφέραμε.
Πρωταθλητής στους Παναμερικανικούς αγώνες το 1975 και
το 1979. Τρίτος το 1971, μόλις στα 19 του χρόνια.
*Το βρετανικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο BBC, χαρακτήρισε τον
Στίβενσον ως «τον μεγαλύτερο πυγμάχο της Κούβας, μία από τις πλέον διάσημες
προσωπικότητες της χώρας, μετά τον Φιντέλ Κάστρο».
*Του απονεμήθηκε το βραβείο «Βαλ Μπάρκερ» (σημείωση:
σπουδαίος Βρετανός μποξέρ στα τέλη του 19ου αιώνα, το βραβείο καθιερώθηκε προς
τιμήν του το 1936 και απονέμεται στον πιο εντυπωσιακό πυγμάχο στους Ολυμπιακούς
αγώνες) το 1972.
*Επίσης το 1972, ο Στίβενσον αναγορεύθηκε «Άξιος μάστερ του
αθλητισμού της ΕΣΣΔ», τίτλος που απενεμήθη σ' ελάχιστους ξένους αθλητές.
*Το 1999 συνελήφθη στο διεθνές αεροδρόμιο του Μαϊάμι (ΗΠΑ),
με την κατηγορία ότι, πριν από την επιβίβαση σε πτήση τσάρτερ, η οποία θα
μετέφερε την εθνική ομάδα πυγμαχίας της Κούβας στην πατρίδα της, γρονθοκόπησε
στο κεφάλι υπάλληλο της αεροπορικής εταιρείας, σπάζοντάς του δόντια. Σύμφωνα με
τον Στίβενσον, ένας υποκινητής επεισοδίων τον πλησίασε φωνάζοντας προσβλητικά
λόγια για την κυβέρνηση της Κούβας και, γενικότερα, για την χώρα. Η κουβανική
εφημερίδα, «Τραμπαχαδόρες» (Οι εργαζόμενοι), κατηγόρησε την, όπως την
αποκάλεσε, «Μαφία του Μαϊάμι», ότι προκάλεσε το επεισόδιο. Υποστήριξε, επίσης,
ότι το «Εθνικό Κουβανο-αμερικανικό Ιδρυμα» οργάνωσε δημόσια συγκέντρωση για να
κακοποιήσει τον Στίβενσον, όταν επέστρεψε στο αεροδρόμιο της πόλης, μετά την
σύλληψή του. Η εφημερίδα πιστεύει, ότι το κίνητρο για την προβοκάτσια ήταν η
καταστροφή της αίγλης ενός σταρ του κουβανικού αθλητισμού. Ο Στίβενσον μετά την
σύλληψή του αφέθηκε ελεύθερος μ' εγγύηση και επέστρεψε στην Κούβα, χωρίς να παραστεί
στο δικαστήριο.
Πηγή: www.athlisis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου